Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποβύω — ἀποβύω (Α) [βύω] φράζω, κλείνω ερμητικά … Dictionary of Greek
προαποβύω — Α αρνούμαι να συζητήσω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποβύω «φράζω, κλείνω ερμητικά»] … Dictionary of Greek